- κορπορατισμός
- Πολιτειολογικός όρος, ο οποίος προσιδιάζει σε αυταρχικά καθεστώτα (για παράδειγμα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, στα χρόνια του Φράνκο και του Σαλαζάρ, αντίστοιχα). Αναφέρεται κυρίως στον επικυρίαρχο ρόλο που ασκεί το κράτος σε κοινωνικά και, ειδικότερα, σε εργασιακά ζητήματα (ημικρατικά συνδικάτα, απόλυτα ελεγχόμενος συνδικαλισμός κλπ.). Ηπιότερη είναι η έννοια του νεοκορπορατισμού, ο οποίος χαρακτηρίζει σύγχρονα δημοκρατικά κράτη (ιδίως του ανεπτυγμένου ευρωπαϊκού Βορρά) και αναφέρεται στον θεσμικά αναγνωρισμένο προνομιακό ρόλο των ισχυρών συνδικάτων, κατά τις διαπραγματεύσεις εργασιακού και κοινωνικού ενδιαφέροντος.
Dictionary of Greek. 2013.